- καταψυκτικά
- καταψυκτικόςcoolingneut nom/voc/acc plκαταψυκτικά̱ , καταψυκτικόςcoolingfem nom/voc/acc dualκαταψυκτικά̱ , καταψυκτικόςcoolingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερρήεις — ἐρρήεις, έσσα, εν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρρήεντα δροσώδη, καταψυκτικά» … Dictionary of Greek